- ενδεκάγωνος
- η , ο [ος , ον ] одиннадцатиугольный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἑνδεκάγωνος — having eleven angles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδεκάγωνος — η, ο (Α ἑνδεκάγωνος, ον) αυτός που έχει ένδεκα γωνίες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ενδεκάγωνο γεωμετρικό σχήμα που έχει ένδεκα γωνίες και ένδεκα πλευρές … Dictionary of Greek
ἑνδεκάγωνον — ἑνδεκάγωνος having eleven angles masc/fem acc sg ἑνδεκάγωνος having eleven angles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνδεκαγώνου — ἑνδεκάγωνος having eleven angles masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνδεκάγωνα — ἑνδεκάγωνος having eleven angles neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)